Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 2016
Κύριε Διοικητά, Κυρίες και Κύριοι,
Με βάση τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2017 -αν όλα πάνε καλά και δεν έχουμε σοβαρή καθυστέρηση ή απευκταίο ‘ατύχημα’ σε κάποια αξιολόγηση από τους «θεσμούς»- η χώρα θα επιστρέψει στα επίπεδα ΑΕΠ του… 2001.
Δηλαδή 16 χρόνια πίσω…
Με σοβαρότατη, στο μεταξύ, καθίζηση των επενδύσεων (-57% έναντι του 2009), της απασχόλησης, των εισοδημάτων, με υποβάθμιση κοινωνικών θεσμών και καλύψεων και με σοβαρά τραυματισμένη την κοινωνική συνοχή.
Μετά από 7 χρόνια σκληρών θυσιών των πολιτών, ιδίως των εργαζομένων, των συνταξιούχων και μεγάλης μερίδας των μικρομεσαίων, σήμερα η ελληνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία, παραμένουν εγκλωβισμένες σε έναν υφεσιακό φαύλο κύκλο.
Έναν φαύλο κύκλο που επιβαρύνεται από τις σοβαρές γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή μας με την κορύφωση του προσφυγικού – μεταναστευτικού κύματος, τους κραδασμούς στις διεθνείς αγορές, αλλά και από το υψηλό κόστος διαχείρισης των προσφυγικών ροών, που επιβαρύνει τη χώρα μας.
Η διέξοδος από όλα αυτά προϋποθέτει αποφασιστικές, σοβαρές και συντονισμένες προσπάθειες.
Προϋποθέτει αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής αλλά και της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος.
Προϋποθέτει ένα κατάλληλο μίγμα πολιτικής, αλλά και ένα επενδυτικό «σοκ» που να τονώσει, επιτέλους, την απασχόληση και τα εισοδήματα.
Προϋποθέτει στόχευση και σαφή προοπτική στα θέματα της ανάπτυξης που αποτελεί «το κλειδί» για την αναστροφή του κλίματος σε όλα τα επίπεδα.
Οι εξελίξεις της τελευταίας χρονιάς στην οικονομία και τον τραπεζικό κλάδο ήταν εξαιρετικά επιβαρυντικές.
Θα μπορούσαμε, άραγε, να τις είχαμε αποφύγει;
Εμείς, οι τραπεζοϋπάλληλοι, βιώσαμε από πρώτο χέρι τις επιπτώσεις της πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας από το Δεκέμβριο του 2014, που οδήγησαν σε αναταράξεις το τραπεζικό σύστημα με σοβαρές συνέπειες στην κοινωνία και στην οικονομία.
Είδαμε την αβεβαιότητα να κορυφώνεται κατά το α’ 6μηνο του 2015, με τους άστοχους διαπραγματευτικούς χειρισμούς της Κυβέρνησης που οδήγησαν στον κίνδυνο του Grexit και κατέληξαν σε αθρόα φυγή καταθέσεων, σε διόγκωση των «κόκκινων» δανείων, στην τραπεζική αργία και στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων.
Εμείς, ως ΟΤΟΕ, είχαμε έγκαιρα προειδοποιήσει ότι ο τραπεζικός κλάδος πρέπει να μείνει μακριά από πολιτικές αντιπαραθέσεις και επιλογές κοινωνικού εντυπωσιασμού.
Πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι η εμπιστοσύνη είναι αξία ιδιαίτερα πολύτιμη αλλά εύθραυστη και δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να τραυματισθεί, πράγμα που τελικά δυστυχώς έγινε.
Δυστυχώς, παρά τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν η Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα στελέχη της και όλες και όλοι οι εργαζόμενοι στις Τράπεζες, που δούλεψαν με αυταπάρνηση για τη σταθεροποίηση -υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες- του εγχώριου τραπεζικού συστήματος εκείνο το κρίσιμο διάστημα, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι ήλθαν. Αυτή ήταν η κατάληξη της πολιτικής αβεβαιότητας, που οδήγησε σε πιστωτική ασφυξία και σε πρωτόγνωρα αρνητικές καταστάσεις την αγορά και τις συναλλαγές.
Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν αναγκαία μια ακόμα, την τρίτη κατά σειρά, ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών Τραπεζών.
Και όμως, οι 4 συστημικές Τράπεζες, που καλύπτουν τη συντριπτική πλειοψηφία του κλάδου, είχαν περάσει με επιτυχία τα stress tests και είχαν κριθεί επαρκώς κεφαλαιοποιημένες το φθινόπωρο του 2014.
Κανονικά, παρά τις όποιες καθυστερήσεις στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, δε θα χρειαζόταν νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Όμως, η περίοδος της παρατεταμένης πολιτικο-οικονομικής αστάθειας και οι συνέπειές της, εξανάγκασαν στην τρίτη και εξαιρετικά επώδυνη νέα ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, η οποια οφείλεται τελικά στις άστοχες πολιτικές κυβερνητικές επιλογές.
Ναι, η ανακεφαλαιοποίηση αυτή ήταν εξαιρετικά επώδυνη, με τους όρους που έγινε, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που ψήφισε η Κυβέρνηση, γιατί:
α) ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες χάραξης στρατηγικής για την οικονομία, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την ανάπτυξη.
Όχι μόνο σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αλλά κυρίως σε σχέση με τα δάνεια, τους φορείς και τους όρους διαχείρισής τους.
β) πραγματοποιήθηκε σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, σε σχέση με την αξία των Τραπεζών. Το αποτέλεσμα ήταν να επέλθει πλήρης απαξίωση των μετοχών των παλαιών μετόχων μεταξύ των οποίων των Ασφαλιστικών Ταμείων και του Δημοσίου μέσω του ΤΧΣ. Ήταν μια ασύμμετρη ιδιωτικοποίηση, σε σχέση με τα νέα κεφάλαια που εισέφεραν οι ιδιώτες επενδυτές.
γ) παράλληλα, οδηγεί μέσω των πλάνων αναδιάρθρωσης σε νέα σοβαρή συρρίκνωση των Τραπεζών, της απασχόλησης και του δικτύου τους.
Έτσι, όμως, εντείνεται η απομόχλευση και αποδυναμώνεται το εγχώριο τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του, ακριβώς στη φάση που πρέπει να γίνει εφαλτήριο και στήριγμα της ανάκαμψης της οικονομίας.
Ο κλάδος στερείται πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, απαραίτητες υποδομές και δυνάμεις προκειμένου να μπορέσει, επιτέλους, να παίξει αποτελεσματικά το ρόλο του, καλύπτοντας σωρευμένες ανάγκες που έχουν συμπιεστεί από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων.
Αυτές οι επιλογές λειτουργούν δυστυχώς προς όφελος ξένων, ανταγωνιστριών Τραπεζών ή και του αντικειμενικά «σκιώδους» τραπεζικού τομέα.
Πέρα από τα παραπάνω, θα ήθελα να σημειώσω ότι το προωθούμενο από την Κυβέρνηση μίγμα πολιτικής όχι μόνο διαιωνίζει, αλλά αυξάνει εκ νέου την ήδη αβάσταχτη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών των εργαζόμενων και των μικρομεσαίων.
Στοχοποιεί αυθαίρετα ως δήθεν «πλούσιους», για παραπέρα επαχθή φορολόγηση, όσους εργαζόμενους –και μεταξύ αυτών τους τραπεζοϋπαλλήλους- καταφέρνουν να ξεπεράσουν ως εισόδημα τις… 20.000 ευρώ μικτά ετησίως.
Είναι, τελικά, λύση όλα τα μικρομεσαία εισοδήματα να ισοπεδωθούν προς τα κάτω, σε μια λογική «να γίνουμε όλοι –αδιακρίτως προσόντων, εργασίας και αναγκών- φτωχοί, για να επέλθει στη χώρα… «κοινωνική δικαιοσύνη»;
Ανάλογες δημοσιονομικές λογικές και ισοπεδωτικοί πειραματισμοί ακολουθούνται από την Κυβέρνηση στο Ασφαλιστικό.
Με στρέβλωση του κοινωνικού χαρακτήρα του αλλά και της ισορροπίας εισφορών-παροχών.
Με σοβαρές επιβαρύνσεις των εν ενεργεία ασφαλισμένων και δραστικές περικοπές των συντάξεων των μελλοντικών συνταξιούχων.
Με περαιτέρω αποδυνάμωση υφιστάμενων δικαιωμάτων και υφαρπαγή των αποθεματικών των Ταμείων, που πλήττει σοβαρά και τον κλάδο μας.
Χρειάζεται τάχιστα συνεννόηση σε ένα πιο ισορροπημένο και κοινωνικά δίκαιο μίγμα πολιτικής για να προχωρήσουμε.
Δεν αρκεί, άλλωστε, απλώς να παίρνεις κάποια μέτρα που θα περιορίσουν τη φτώχεια. Πρέπει να καταπολεμάς τους μηχανισμούς φτωχοποίησης, παραγωγικής αποδιάρθρωσης και κοινωνικής οπισθοδρόμησης στο σύνολό τους.
Κύριε Διοικητά, Κυρίες και κύριοι,
Οι συνάδελφοί μου, οι τραπεζοϋπάλληλοι, όπως και κάθε εργαζόμενος της χώρας, έχουν ήδη πληρώσει πολύ ακριβά την κρίση, με σοβαρότατες μειώσεις στην απασχόληση (ήδη -30%), στις αποδοχές, πόσο μάλλον στο διαθέσιμο εισόδημά τους.
Από αυτούς, ωστόσο, θα ζητηθεί ξανά «να βάλουν πλάτη» στην ανασύνταξη του κλάδου. Με σωστή και κοινωνικά δίκαιη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Με ανάκτηση, μέρα με τη μέρα, της εμπιστοσύνης για την αναγκαία επιστροφή των καταθέσεων και την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.
Θα τους ζητηθεί, ακόμα, μέσα από τον κλάδο μας να στηρίξουν την αναγκαία εθνική προσπάθεια πραγματικής παραγωγικής ανασυγκρότησης. Μια προσπάθεια που οφείλει να δίνει ορατή διέξοδο και προοπτική στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αυτά όμως δεν μπορούν να γίνουν σε συνθήκες συρρίκνωσης, εργασιακής και ασφαλιστικής αβεβαιότητας και υποβάθμισης και, φυσικά, ούτε με τη Δαμόκλειο Σπάθη των απολύσεων, που κυριαρχεί ως απειλή το τελευταίο χρονικό διάστημα για τους εργαζόμενους στις Τράπεζες.
Συνολικότερα, καμιά προσπάθεια δεν μπορεί πλέον να γίνει, πόσο μάλλον να τελεσφορήσει, σε συνθήκες ασυνεννοησίας, δογματικής κωλυσιεργίας, αβεβαιότητας, διαιωνιζόμενης ανασφάλειας και, κυρίως, έλλειψης συνεννόησης και συντονισμού σε όλα τα επίπεδα.
Εμείς, κατανοώντας τις κρίσιμες προκλήσεις, είμαστε ανοικτοί στον διάλογο, τόσο στον κλάδο όσο και συνολικότερα, για να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στην επίλυση χρόνιων, πλέον, αναγκών και προτεραιοτήτων των εργαζόμενων, της οικονομίας και της κοινωνίας μας, με βασικό κριτήριο πάντοτε την ανάκαμψη και την προοπτική της χώρας μας.
Σας ευχαριστώ!