Προς τον κ. Δημ. Χριστόπουλο,
Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της Τράπεζας και του Ομίλου
Κύριε Διευθυντά,
Με έκπληξη είδαμε την επιστολή σας στην Εσωτερική Επικοινωνία. Είναι πρωτόγνωρη τακτική για τη Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας να μην προσέρχεται στη θεσμική διαβούλευση με τον αντιπροσωπευτικό σύλλογο, αλλά να επιλέγει να διαχειρίζεται επικοινωνιακά τα ζητήματα μέσω παρόμοιων επιστολών!
Θα ήταν θετικό κάθε ΕΑΚ χώρου εργασίας στην Εθνική Τράπεζα να σας απευθύνει αντίστοιχες επιστολές, θίγοντας τα ζητήματα που τους αφορούν και αναμένοντας αντιστοίχως την απάντησή σας με τον ίδιο τρόπο για κάθε ανοιχτό ζήτημα. Και είναι πολλά αυτά. Ενδεικτικά αναμένουμε τις απαντήσεις σας για τα ζητήματα που επιτακτικά σας έχουμε θέσει, όπως η έλλειψη προσωπικού, η μη τήρηση του ωραρίου και οι εκκρεμότητες στις πληρωμές υπερωριών, η σημαντική καθυστέρηση στις προαγωγές, τις τοποθετήσεις και τις μετατάξεις, οι διαφορετικές εργασιακές σχέσεις στην Εθνική Τράπεζα, η ένταξη εργαζόμενων από απορροφήσεις εταιρειών στον Κανονισμό Εργασίας.
Γνωρίζετε πολύ καλά πως η νομική σας υποχρέωση και θέση μας ήταν ξεκάθαρη από την αρχή, δηλαδή να εφαρμοστούν οι ισχύοντες Κανονισμοί και να ολοκληρωθούν οι εντάξεις και οι αναβαθμίσεις των συναδέλφων όπως ακριβώς προβλέπεται.
Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να συνδεθεί με τη συζήτηση για ενιαιοποίηση των Κανονισμών, πολύ δε περισσότερο όταν οι σχετικές διαδικασίες έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τον Απρίλιο.
Το πρώτο και κύριο ζήτημα αφορά ακριβώς στη φερόμενη ως απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής να σταματήσουν όλες οι εντάξεις. Εφόσον ισχύσει αυτή η απόφαση, τότε ουσιαστικά καταργούνται αυθαίρετα οι Κανονισμοί, διότι οι Κανονισμοί πρέπει να εφαρμόζονται όχι όπως κάθε φορά εκτιμά η Εκτελεστική Επιτροπή, αλλά όπως έχουν και ισχύουν. Οι εντάξεις αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιαστικό μέρος των Κανονισμών για την ανανέωση και τη συνέχεια των υπηρεσιών. Για αυτό το λόγο αγανακτούν οι συνάδελφοι των ΕΑΚ στις οποίες αναφέρεστε, αλλά και όλων των υπολοίπων εξειδικευμένων διευθύνσεων.
Ο Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. κατ’ επανάληψη έχει καταστήσει σαφές ότι η κατά το δοκούν και η κατά μέρος εφαρμογή των Κανονισμών είναι εντελώς αυθαίρετη διαδικασία. Με την επιστολή σας δεν απαντάτε στο βασικό ζήτημα, που είναι η άμεση αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων ένταξης. Η μη αντιμετώπισή του θέτει σοβαρά ζητήματα ίσης μεταχείρισης και συνεπειών (οικονομικών, υπηρεσιακής εξέλιξης, ασφάλειας κανόνων για τους υπό ένταξη αλλά και για τους εξειδικευμένους συναδέλφους). Η σύμφωνη γνώμη για κάποια ζητήματα των Γενικών Διευθυντών, που όμως δεν αναιρούν την απόφαση της Εκτελεστικής, ακόμη και με έναν νέο Κανονισμό, φέρνει στην επιφάνεια θέματα αξιοπιστίας. Όταν ο ισχύων Κανονισμός δεν εφαρμόζεται τώρα, γιατί να θεωρούμε ότι θα εφαρμοστεί κάποιος άλλος στο μέλλον;
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη σκοπιμότητα της ενιαιοποίησης-αλλαγής των Κανονισμών εξειδικευμένου προσωπικού, σε συνδυασμό με το συγκεκριμένο χρόνο εκδήλωσης της πρωτοβουλίας αυτής, σε μια συγκυρία όπου η Εθνική Τράπεζα έχει προφανώς άλλες προτεραιότητες. Θα αδικούσαμε την προσπάθεια που καταβάλουν όλοι οι εργαζόμενοι στην Τράπεζα για την στήριξή της, εάν δεν θέταμε για συζήτηση το σκεπτικό, τη σκοπιμότητα και τη λειτουργικότητα των προτεινόμενων αλλαγών που προτίθεστε να κάνετε στη δεδομένη συγκυρία, σε σχέση λ.χ. με τις ανάγκες διαμόρφωσης και αξιοποίησης στελεχών, τυχόν σχεδιασμούς αναδιοργάνωσης που προκύπτουν από την ανακεφαλαιοποίηση, κλπ. Γιατί άραγε δε δείχνετε την ίδια σπουδή για τις τοποθετήσεις Διευθυντών και Υποδιευθυντών στα καταστήματα, για τις προαγωγές και τις μετατάξεις που καθυστερούν αναιτιολόγητα;
Στην επιστολή σας θεωρείται πως η συμμετοχή του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. στις Επιτροπές δεν είναι αρκετή για την ενημέρωση των ΕΑΚ (εικάζετε δηλαδή πως ο Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. είτε δεν ενημερώνει, είτε παραπληροφορεί τις ΕΑΚ) και πως έκαστος εκ των μελών του εξειδικευμένου προσωπικού δεν ενημερώνεται με τη σειρά του από τους εκπροσώπους του, δηλαδή τις ΕΑΚ. Επομένως, θεωρήσατε σκόπιμο να παρακάμψετε τη θεσμική διαδικασία και να πληροφορήσετε προσωπικά τους συναδέλφους, παρεμβαίνοντας, υποκαθιστώντας και υποτιμώντας τις διαδικασίες εκπροσώπησής τους.
Ευελπιστούμε πως η ενέργειά σας αυτή δεν υποκρύπτει τη διάθεση της Διοίκησης για παράκαμψη της Εργατικής Νομοθεσίας. Πρέπει να θυμίσουμε, όμως, πως η θεσμική ενημέρωση και η διαβούλευση με τους εργαζόμενους, για την οποία υποχρεώνει ο Κανονισμός, τόσο στην Επιτροπή Στήριξης όσο και στην Ομάδα Έργου για την επαναξιολόγηση των Κανονισμών Εξειδικευμένου Προσωπικού, έγινε κατόπιν ισχυρών πιέσεων του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε., γιατί και σε αυτήν την περίπτωση δεν είχε τηρηθεί ο Κανονισμός. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση Σύστασης Επιτροπής για να ασχοληθεί με τους όρους ένταξης του Προσωπικού εταιρειών του Ομίλου στο τακτικό προσωπικό της Τράπεζας, όπου πάλι η εφαρμογή του Κανονισμού έγινε όχι νόμιμα αλλά κατά το δοκούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τις προσλήψεις Ειδικών Συνεργατών, οι οποίες γίνονται παράνομα και καταχρηστικά, παρακάμπτοντας τον Κανονισμό Εργασίας και τους νόμους της πολιτείας για αξιοκρατία και διαφάνεια.
Για να αντιμετωπίσουμε ως Τράπεζα τα έντονα προβλήματα και τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, απαιτείται πρώτα και κύρια η λειτουργία των θεσμών και οι συμμετοχικές διαδικασίες. Πρέπει να σημειώσουμε πως η προώθηση της πολιτικής για τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη συμμόρφωση στο κανονιστικό πλαίσιο αποτέλεσε δέσμευση ευθύνης της νέας διοίκησης.
Ο Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. θα αγωνισθεί με όλες του τις δυνάμεις και με όλα τα μέσα για την τήρηση της Εργατικής Νομοθεσίας και των Συλλογικών Συμβάσεων.