Αντισυνταγματική έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τη διάταξη της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012 -γνωστής ως Μνημόνιο II- που είχε καταργήσει τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία του ΟΜΕΔ, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε συμφωνία.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στο άρθρο 22, παράγραφος 2 του Συντάγματος) η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (νόμοι 1876/1990 και 3899/2010) για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κλπ).
Αναλυτικότερα, κρίθηκε ότι το άρθρο 3 της Π.Υ.Σ. 6/2012 με το οποίο ορίσθηκε ότι «η προσφυγή στην διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία των μερών, αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι ακυρωτέα».
Με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ επανήλθε η διαιτησία στο παλαιό νομοθετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο μπορούσαν να πηγαίνουν στην διαιτησία προς επίλυση όλα τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και όρων (μισθοί, επιδόματα, άδειες, κλπ).
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν αντισυνταγματική τη ρύθμιση τόσο της Π.Υ.Σ. 6/2012, όσο και του νόμου 3899/2010 που περιόριζε τη διαιτησία αποκλειστικά μόνο στον καθορισμό του βασικού μισθού και ημερομισθίου.
Να σημειωθεί ότι η διαιτησία είναι ένας μηχανισμός επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Συγκεκριμένα, με την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς στον ΟΜΕΔ, ώστε να ρυθμιστούν οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, είτε του κλάδου, τον οποίο αφορούσε η διαφορά, είτε του συνόλου των εργαζομένων, αν αντικείμενο της διαφοράς ήταν η σύναψη εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Με την 6/2012 Π.Υ.Σ. καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή έτσι ώστε, σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, δεν υπήρχε δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες.
Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της Π.Υ.Σ. έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Αυτή η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιώνει την ΟΤΟΕ και τη ΓΣΕΕ, που προσέφυγαν ζητώντας την ακύρωση της ΠΥΣ, με την οποία η Κυβέρνηση είχε καταργήσει μονομερώς και αυθαίρετα τη συλλογική αυτονομία, παρεμβαίνοντας σε βάρος των εργαζομένων και ταυτόχρονα στο δικαίωμα της ασθενέστερης πλευράς, που είναι πάντοτε η πλευρά των εργαζομένων, να προσφεύγουν μονομερώς στη Διαιτησία, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των εργοδοτών.
Ειδικότερα, η βαρυσήμαντη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «επιβάλλεται από το Σύνταγμα στο Νομοθέτη να προβλέπει και τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία έστω και από το ένα μέρος, ώστε να μη παραμένει αρρύθμιστο σημαντικό μέρος της συλλογικής διαφοράς με τους εντεύθεν κινδύνους, με βλάβη της κοινωνικής ειρήνης και την επάνοδο στο ρυθμιστικό πεδίο των ατομικών συμβάσεων εργασίας, κατά τη σύναψη των οποίων βρίσκεται κατά κανόνα σε πλεονεκτική θέση η εργοδοτική πλευρά».
Η απόφαση του ΣτΕ έχει μεγάλη συνδικαλιστική και πολιτική σημασία, γιατί επαναφέρει στη Δημοκρατική τάξη τη θεσμική λειτουργία του Συντάγματος, των Νόμων και των κανόνων δικαίου, που αφορούν στις Συλλογικές διαπραγματεύσεις, στις Συμβάσεις και στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Οι μέθοδοι και οι πρακτικές που υπονομεύουν τα εργασιακά δικαιώματα, δεν προσφέρουν πραγματικές λύσεις και αποτελούν «μπούμερανγκ» που στρέφεται τελικά εναντίον του κράτους δικαίου και των Δημοκρατικών κατακτήσεων.